SLIDES

Slideshow

1 / 6
2 / 6
3 / 6
4 / 6
5 / 6
6 / 6

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Κειμενα για τις μαρμαροφριγαδες απο τον ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΟΥΣΟΥΛΗ

Δύο κείμενα για τις μαρμαροφριγάδες:
1. Αφρισμένες μαρμαροφριγάδες - 27 Δεκεμβρίου 2003
Αφρισμένες μαρμαροφριγάδες
  

Πρωτοχρονιά του ’63. Ήμουν δεν ήμουν 11 χρόνων. Με πλημμύριζε η ευτυχία του τόπου. Είχα καταφέρει να βρεθώ πρωτοχρονιά στο χωριό μου, που τόσο – μα τόσο – μου είχε λείψει, μετά την εγκατάσταση των γονέων μου μακριά, πενήντα χιλιόμετρα πιο πέρα, όπου ο πατέρας μου ασκούσε την ιεροσύνη.

Η γιαγιά η Φωτεινή με είχε υποδεχθεί με το ανοιχτό της πρόσωπο, καθώς πάτησα το πόδι μου στο μπαλκόνι του σπιτιού, που έβλεπε την Ανατολή και έμοιαζε να φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Κάθε φορά που στεκόμουν στα χείλη του, στα ανοιχτά φανταζόμουν την Κρήτη, ονειρευόμουν την Αφρική.

Η παραμονή ήταν βροχερή. Το χωριό μαζεύτηκε νωρίς. Μια κρυφή ατμόσφαιρα γιορτής είχε απλωθεί. Έπεσαν νωρίς για ύπνο όλοι στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Κι εγώ ξάπλωσα στον καναπέ που αγαπούσα, κοντά στο μικρό ντουλάπι με τ’ αρμίδια.

Την αυγή της Πρωτοχρονιάς άκουσα τη γιαγιά μου μέσα στο γλυκό πρωινό ύπνο.
-        Ξύπνα Λευτέρη. Χτύπησε η καμπάνα.

Ξύπνησα εύκολα. Σηκώθηκα γρήγορα. Στην άκρη του κρεβατιού η γιαγιά μου είχε ήδη φέρει τα γιορτινά ρούχα. Παντελόνι, πουκάμισο, πουλόβερ. Ντύθηκα αμέσως. Νόμιζα πως είχε πια για καλά ξημερώσει. Η γιαγιά δεν βιαζόταν. Ήρθε δίπλα μου. Με κοίταξε με μια μοναδική γλυκειά ματιά, μου χτένισε τα μαλλιά, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο που το ‘νιωσα σαν δώρο. Ένοιωσα πολύ όμορφος εκείνη τη στιγμή. Η γιαγιά με πήρε από το χέρι.

- Έλα Λευτέρη. Την ακολούθησε στη σκοτεινή σάλα προς το δυτικό παράθυρο του νοτιά. Άνοιξε τα ξύλινα παντζούρια και μπήκε ο δροσερός χειμωνιάτικος αέρας, μακριά από τη θάλασσα, που άσπριζε εκείνο το πρωτοχρονιάτικο πρωί.

- Βλέπεις Λευτέρη τις αφρισμένες μαρμαροφριγάδες (βράχοι – πλοία που μαρμάρωσε ο Αϊ-Γιώργης μας έλεγαν μικροί)  και πριν βγάλω λέξη συνέχισε: “Πες Λευτέρη να δέρνουν τα γράμματα στο μυαλό μου, όπως τα κύματα τους βράχους”. Χωρίς να σκεφθώ, χωρίς ν’ αλλάξω ματιά, είπα κι εγώ:
“Να δέρνουν τα γράμματα το μυαλό μου, όπως τα κύματα τους βράχους”.

Η γιαγιά έκλεισε τα ξύλινα παντζούρια. Με πήρε πάλι από το χέρι. Βγήκαμε έξω. Με οδήγησε στην αυλή του σπιτιού, μπροστά στο στάβλο, δίπλα στο κοτέτσι. Με τον ίδιο τρυφερό τρόπο την άκουσα να μου λέει:
“Πες Λευτέρη να ξυπνάω κάθε πρωί, όπως οι κότες”.

Χωρίς καν την επιφύλαξη της απορίας είπα με την σειρά μου: “Να ξυπνάω κάθε πρωί, όπως οι κότες”.
Πάμε τώρα μέσα συνέχισε η γιαγιά, με το χέρι της πάντοτε να κρατά γερά το δικό μου. Μπήκαμε στο σπίτι και με οδήγησε στο τραπέζι της κουζίνας. Κάθισε στο τραπέζι Λευτέρη, μου είπε. Κάθισα στη μεγάλη πλευρά του τραπεζιού και εκείνη κάθισε στην κεφαλή του. Με τον ίδιο γλυκό τρόπο μου λέει: “Πες Λευτέρη, να σηκώνομαι κάθε μέρα νηστικός από το τραπέζι”. “Να σηκώνομαι νηστικός από το τραπέζι”, επανέλαβα, κοιτάζοντας, το φωτεινό πρόσωπο της γιαγιάς μου.
Σηκωθήκαμε. Με αγκάλιασε. Με φίλησε. “Καλή Χρονιά Λευτέρη. Ξημέρωσε για καλά. Πρέπει να βιαστούμε. Η ώρα περνάει για την Εκκλησία”.

Το βράδυ στο καθιερωμένο τριανταένα, είχα εύκολη την εξήγηση για τις εντεκάμισυ δραχμές που κέρδισα: Ήταν οι ευχές της γιαγιάς της Φωτεινής.


2. Μαρμαροφριγάδες - Καλοκαίρι 2011
Μαρμαροφριγάδες
 Από τα μικρά παράθυρα του σπιτιού της γιαγιάς της Φωτεινής έμοιαζαν σαν πίνακες. Το παλιό ξύλινο πλαίσιο του παραθύρου γινόταν κάδρο που μάταια προσπαθούσε να φυλακίσει την αέναη αλλαγή τους.
Από μικρός είχα την απορία πώς εκεί στη μέση του πελάγους – μεγάλη η απόσταση στα παιδικά μάτια, μακρινή και απρόσιτη η θέση τους – βρέθηκαν σε κανονική διάταξη αυτοί οι σχηματισμένοι βράχοι. Έμοιαζαν πράγματι από μακριά σαν πλοία σε παράταξη, το ένα πίσω από το άλλο, έτοιμα να σηκώσουν άγκυρες και να υψώσουν πανιά.
Δίπλα στην απορία στεκόταν και στέκεται πάντοτε με θαυμασμό η διαρκώς εναλλασσόμενη ύπαρξή τους. Ιδιαίτερα θαυμαστοί όταν τους έλουζε το δυνατό κύμα του νοτιά και αφρισμένοι έστεκαν εκεί σαν κατάλουστο μικρό και κρυμμένο νησί δίπλα στο γλαρονήσι που αγαπάμε.
Οι παιδικές απορίες είχαν βρει σύντομα από τα χείλη της γιαγιάς της Φωτεινής και της γιαγιάς της Σταυρούλας την οριστική απάντηση. Οι μαρμαροφριγάδες ήταν μαρμαρωμένα πλοία. Πλοία πειρατικά, που απείλησαν κάποια στιγμή στο ξεχασμένο χρόνο το χωριό και τους κατοίκους του. Από το μικρό εξωκλήσι του Άι-Γιώργη, που στέκει εκεί σαν ακοίμητος φρουρός του χωριού στην είσοδό του, ανέβηκε – μας λέγανε με ύφος συγκινητικό και με μια περιγραφή συγκρατημένου φόβου – ο ίδιος ο Άι-Γιώργης πάνω στο περήφανο άλογό του και από την κορυφή του ομώνυμου βουνού, που μπροστά του απλώνεται η θάλασσα, μαρμάρωσε τα πειρατικά πλοία και έδιωξε μακριά την απειλή. Μας έλεγαν με τρόπο πειστικό σκυμμένες με αγάπη πάνω στη συντροφιά, ότι στους βράχους του βουνού του Άι-Γιώργη φαίνονται ακόμη οι οπλές του αλόγου, καθώς με την ορμητική του άνοδο ο Άγιος έσπευδε να προστατεύσει τους κατοίκους.
Σήμερα, εδώ δίπλα μας, από την απογευματινή ματιά της ακτής, τους βλέπουμε εκεί να στέκονται αγέρωχοι και να μας καλούν. Σημάδια στη θάλασσα αξέχαστα ορίζουν σαν μικρό σύνορο τη μικρή και μεγάλη θάλασσά μας. Μπροστά και πίσω από τις φριγάδες, ο κόσμος λίγο αλλάζει, τόσο που θα λέγαμε ότι οι ακτές της Ελίκας και του Μαραθιά μαζί και του Παναρίτη φτάνουν μέχρι το νησί και τις μαρμαροφριγάδες. Η θάλασσα ξεκινάει μετά. Αφού όπως παλιά έτσι και τώρα καθώς κολυμπάμε στις πραγματικές ακτές της θάλασσας που αγαπάμε, στις ακτές που μάθαμε να κολυμπάμε και η στολισμένη τους γραμμή μάς γοητεύει σα γυναικεία κορδέλα στον άνεμο, νομίζουμε ότι θα απλώσουμε το χέρι και θα αγγίξουμε τις μαρμαροφριγάδες, τις ήρεμες ή τις αφρισμένες.
Εδώ στέκουν πάντα, δίπλα μας, μπροστά μας, μέρος της καθημερινής μας ζωής, μικρό θαλασσινό σύνορο της ύπαρξής μας, αρχή και αφετηρία των ονείρων χωρίς όρια.
==================================================================================

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου