Η πλώρη δεν είχε προορισμό. Η θάλασσα ήταν
παντού όμορφη. Στον μακρινό κόλπο μια άσπρη κουκκίδα τράβηξε την
προσοχή μας. Η απόσταση έκρυβε τα μυστικά της. Το τιμόνι καρφώθηκε επάνω
της. Μπροστά μας σε ευθεία γραμμή και με την μηχανή να συμμερίζεται
την απορία μας, όλο και πλησιάζαμε. Ο κόλπος ανοιχτός στην είσοδό του.
Όρμος φιλόξενος σαν να μας καλούσε στο απάγκιο του.
Το νότιο κύμα συναντούσε την δροσιά της ημέρας. Το ταξίδι χωρίς περιγραφή. Η κουκκίδα μπροστά μας σταθερή, ακλόνητη, αμετάθετη σαν δοκιμασμένη ήδη από τον χρόνο έμενε εκεί ασάλευτη στην αλλαγή της ώρας και των χρωμάτων. Σταθερό λευκό σημείο αναφοράς, όχι μόνο για την πλώρη μας αλλά και για την απορία μας.
Η ξεγνοιασιά του ταξιδιού και η κουβέντα για την ημέρα μας είχε φέρει πια κοντά. Σιγά-σιγά στην ματιά μας, η μικρή άσπρη κουκκίδα πήρε σχήμα και η απορία βρήκε απάντηση: ήταν ένα μικρό λευκό εκκλησάκι στο θεμέλιο των παραλιακών βράχων, έτσι που να μην ξεχωρίζεις από μακριά ποιος στηρίζει τι, το εκκλησάκι τους βράχους ή οι βράχοι το εκκλησάκι.
Είχαμε πια φθάσει. Στην ακτή βιαστήκαμε όλοι ν’ ανέβουμε τις λιγοστές σκάλες του. Ήταν αυτό που δεν περιμέναμε, δεν είχαμε σκεφθεί και δεν είχαμε ξανακούσει. Το εκκλησάκι του Άγιου Πατάπιου. Άγιος ή Όσιος, δεν έχει σημασία. Το εκκλησάκι με την εξωτερική του λιτότητα και την εσωτερική ακραία απέριττη όψη του είχε γίνει ο προορισμός μας.
Σβήσαμε τα κεριά που ανάψαμε, χωρίς να πάρουμε μαζί μας το θυμίαμα από το λιβάνι, πως θα μπορούσαμε άλλωστε. Μείναμε ώρες. Στην μικρή ακτή του, περπατήσαμε χωρίς τέλος, συζητώντας για την εικόνα της Αγίας Υπομονής, που όλοι μας για πρώτη φορά συναντούσαμε.
Η δροσιά της ημέρας δυνάμωνε και το κύμα μεγάλωνε. Πάντα υπάρχει μια επιστροφή. Και καθώς η πλώρη απομακρυνόταν, το καρφωμένο θυμάρι στα μαλλιά της, δίπλα στα μεγάλα μάτια της, έπαιρνε τελικά μαζί μας με μυστικό τρόπο το θυμίαμα που αγκάλιαζε την ατμόσφαιρα στον Άγιο Πατάπιο.
Ο τόπος δεν έχει σημασία. Θα μπορούσε να είναι ο Λακωνικός κόλπος ή κάποιος άλλος ή κάπου αλλού.
Το νότιο κύμα συναντούσε την δροσιά της ημέρας. Το ταξίδι χωρίς περιγραφή. Η κουκκίδα μπροστά μας σταθερή, ακλόνητη, αμετάθετη σαν δοκιμασμένη ήδη από τον χρόνο έμενε εκεί ασάλευτη στην αλλαγή της ώρας και των χρωμάτων. Σταθερό λευκό σημείο αναφοράς, όχι μόνο για την πλώρη μας αλλά και για την απορία μας.
Η ξεγνοιασιά του ταξιδιού και η κουβέντα για την ημέρα μας είχε φέρει πια κοντά. Σιγά-σιγά στην ματιά μας, η μικρή άσπρη κουκκίδα πήρε σχήμα και η απορία βρήκε απάντηση: ήταν ένα μικρό λευκό εκκλησάκι στο θεμέλιο των παραλιακών βράχων, έτσι που να μην ξεχωρίζεις από μακριά ποιος στηρίζει τι, το εκκλησάκι τους βράχους ή οι βράχοι το εκκλησάκι.
Είχαμε πια φθάσει. Στην ακτή βιαστήκαμε όλοι ν’ ανέβουμε τις λιγοστές σκάλες του. Ήταν αυτό που δεν περιμέναμε, δεν είχαμε σκεφθεί και δεν είχαμε ξανακούσει. Το εκκλησάκι του Άγιου Πατάπιου. Άγιος ή Όσιος, δεν έχει σημασία. Το εκκλησάκι με την εξωτερική του λιτότητα και την εσωτερική ακραία απέριττη όψη του είχε γίνει ο προορισμός μας.
Σβήσαμε τα κεριά που ανάψαμε, χωρίς να πάρουμε μαζί μας το θυμίαμα από το λιβάνι, πως θα μπορούσαμε άλλωστε. Μείναμε ώρες. Στην μικρή ακτή του, περπατήσαμε χωρίς τέλος, συζητώντας για την εικόνα της Αγίας Υπομονής, που όλοι μας για πρώτη φορά συναντούσαμε.
Η δροσιά της ημέρας δυνάμωνε και το κύμα μεγάλωνε. Πάντα υπάρχει μια επιστροφή. Και καθώς η πλώρη απομακρυνόταν, το καρφωμένο θυμάρι στα μαλλιά της, δίπλα στα μεγάλα μάτια της, έπαιρνε τελικά μαζί μας με μυστικό τρόπο το θυμίαμα που αγκάλιαζε την ατμόσφαιρα στον Άγιο Πατάπιο.
Ο τόπος δεν έχει σημασία. Θα μπορούσε να είναι ο Λακωνικός κόλπος ή κάποιος άλλος ή κάπου αλλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου