Παραμονές
Χριστουγέννων, ο καπετάν-Δημήτρης έφερνε νευρικά βόλτες στο στενό μώλο του
μικρού λιμανιού μας, του Μαραθιά και της Ελίκας.
Τον
χαιρέτισα από μακριά. Μου ανταπόδωσε το χαιρετισμό και με τα δύο χέρια υψωμένα.
Τον πλησίασα. Χωρίς άλλη λέξη, με μια γνήσια εγκαρδιότητα και έναν παιδικό
ενθουσιασμό στο πρόσωπο, «καιρός για βόλτα»
μου λέει.
Ο
καιρός δροσερός, η θάλασσα ήσυχη.
Χωρίς να αλλάξουμε
κουβέντα, πηδήξαμε στην πλώρη. Λύσαμε γρήγορα. «Θα ζεστάνουμε έξω», είπε ο
καπετάν-Δημήτρης. Αφήσαμε πίσω μας το μικρό λιμάνι με τον «Δημήτριο» να παίζει
αργά - αργά με το χαμηλό κύμα. Ο καπετάν-Δημήτρης μάζεψε τα σχοινιά, ανέβασε τα
μπαλόνια και χαμογελαστός πήρε τη θέση του στο τιμόνι.
Η
πλώρη ανατολικά. Μόλις έφευγε το πρωί και η χειμωνιάτικη μέρα ήταν μπροστά μας.
Ο καπετάν-Δημήτρης άνοιξε με χάδι τις στροφές στη μηχανή του και με το μελωδικό
της ήχο συντροφιά, νιώσαμε τον κρύο χειμωνιάτικο αέρα, που μας θύμιζε πως δεν
ήταν πια καλοκαίρι.
-
Τι σκέφτεσαι καπετάνιε; τον ρώτησα.
-
Πάμε; μου λέει με μια κρυφή σιγουριά για την
απάντησή μου.
Κάπου
ήταν καρφωμένο το μυαλό του και ονειρευόταν ταξίδι χειμωνιάτικο, αυτός που μέρα
νύχτα ζούσε τη θάλασσα και η ψυχή του πλάστηκε μαζί της.
-
Που καπετάνιε;
-
Καβο - Μαλιά! μου λέει με το επιφώνημα να
βγαίνει από τα σπλάχνα του. Να δέσουμε στο μικρό μώλο, να ανέβουμε στην
εκκλησία, έτσι μια στιγμή, έτσι ένα άγγιγμα, μια ματιά στον ορίζοντα, μια γεύση
από τον τόπο. Δεκαεφτά μίλια. Μια ώρα δρόμος.
Δεν
περίμενε απάντηση. Έπαιζε με τον πόνο μου ο καπετάν-Δημήτρης, το πάθος μου για
την ανοιχτή θάλασσα και τις κρυμμένες και φανερές χαρές της. Και ήταν πια πολύ
ευχαριστημένος, με μια παράξενη αγαλλίαση να τον ομορφαίνει, πλέοντας το
πέρασμα της Ελαφονήσου χωρίς να σταθεί, χωρίς να κόψει.
Φάνηκε
στο βάθος το πρώτο ακρωτήρι, λίγο πριν την έξοδο προς το Μυρτώο. «Κροκοδειλάκι»
το λέμε γελώντας μεταξύ μας, καθώς έτσι μοιάζει από μακριά το ακρωτήρι, σαν
κροκοδειλάκι σε ανάπαυση, πριν ο βράχος βουτήξει στη θάλασσα.
Ο
«Δημήτριος» αγέρωχος υποκλινόταν στο κύμα που μεγάλωνε σιγά σιγά. Ο καπετάνιος
χαμογελαστός παρατηρούσε αριστερά τον Προφήτη Ηλία, δεξιά τα Κύθηρα, χωρίς να
μιλάει, χωρίς να θυμάται μέρες ξεχωριστές, όπως συνηθίζουν οι ψαράδες. Ήθελε
μόνο να δει το εξωκλήσι, να ανέβει στην Αγία Ειρήνη.
Νιώθαμε
ότι ανηφορίζαμε προς το έσχατο ηπειρωτικό σημείο της Ευρώπης, εκεί που ο
Πάρνωνας, ορμάει σαν πέτρινος καταρράκτης μέχρι το σκοτεινό βυθό της θάλασσας.
Θα
μπορούσαμε να δέσουμε;
Δεν
μίλαγε για τη μικρή ανησυχία του ο καπετάν-Δημήτρης. Δεν τον άφηνε η ελπίδα να
προσκυνήσει στο κλειστό μοναστήρι. Να περπατήσει στην αυλή του, να κοιτάξει το
πέλαγος από ψηλά, να προσευχηθεί ίσως.
Δέσαμε
στον πρόχειρο μόλο. Το κύμα που δυνάμωνε γινόταν σιγά-σιγά απειλή για τον
«Δημήτριο». Έμεινα στο καΐκι να το προσέχω.
Ο
καπετάν-Δημήτρης βιάστηκε. Ανέβηκε γρήγορα τα αυτοσχέδια σκαλοπάτια της πλαγιάς
και τον είδα από ψηλά να με χαιρετάει και με τα δυο χέρια υψωμένα, με ζωντανό
πάντα τον πρωινό του ενθουσιασμό.
Γεμάτος
αγαλλίαση βρέθηκε σε λίγο και πάλι στο τιμόνι.
-
«Λίγο ακόμη βόρεια», μου λέει, «να δούμε τις ερειπωμένες κοίτες εδώ στην άκρη
του κόσμου», συμπληρώνοντας λόγια θαυμασμού και κρυφής ζήλειας, γι’ αυτούς που
ασκήτεψαν στην άκρη του βράχου, χωρίς ούτε μια στιγμή η θάλασσα να κρύβεται από
το βλέμμα τους.
Έστρεψε
την πλώρη του. Ο γλυκός τόπος γεμάτος ψυχή να ανασαίνει δίπλα μας, με τη γλώσσα
των κυμάτων και του απογευματινού δροσερού ανέμου, μας φάνηκε υπέροχος καθώς
τον αγκάλιαζε σιγά-σιγά το βράδυ.
Γρήγορη
πλεύση νότια.
Η
δροσιά της μέρας είχε πια φύγει και νιώθαμε για καλά στο πέλαγος το
χειμωνιάτικο κρύο. Ο καπετάν-Δημήτρης σαν μαγεμένος από το γλυκασμό των
αγγέλων, έμενε σιωπηλός ατενίζοντας, όπως και η πλώρη του τον ορίζοντα.
Μπαίνοντας στο λιμάνι είχε πια για καλά πέσει η νύχτα . Τον αποχαιρέτισα με μια
αγκαλιά.
-Καλά
Χριστούγεννα, καπετάνιε.
-
Καλά Χριστούγεννα, μου απάντησε, ταξιδεύοντας ακόμη με τη σκέψη στην εμπειρία
της ημέρας.
Καλά
Χριστούγεννα σε όλους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου