Στον
Προφήτη Ηλία η σκέψη ήταν πάντα δίγνωμη. Μπροστά στον ερειπωμένο ναό,
πάνω στη γραμμή της κορυφής του Πάρνωνα, προτού σβήσει στον Κάβο Μαλιά,
σε καλούσε το Μυρτώο, σε μάγευε ο Λακωνικός. Εκεί χρόνια τώρα στεκόταν
με τους τοίχους γυμνούς και τη στέγη πεσμένη ο Αϊ-Λιας. Αγνωστο από πότε
ο ερειπωμένος ναός ξετρύπωνε μέσα από το θαμνώδες βουνό, αμετάβλητος
στον χρόνο, ακατάβλητος στα μάτια μας.
Μέρος της ζωής μας, ο Προφήτης Ηλίας όριζε δύο κόσμους: τον Βορρά και τον Νότο. Σύνορο και ορίζοντας μαζί, μας κέρδιζε τη φαντασία κάθε που περνούσαμε δίπλα του χωρίς ποτέ, παρά μόνο νοερά, να προσκυνάμε το αόρατο ιερό του.
Εκείνο το Πάσχα, καθώς τον βλέπαμε από τη μικρή πλατεία του χωριού, ο Αϊ-Λιας ήρθε στην κουβέντα μας.
«Μια Ανάσταση θέλει και ο Αϊ-Λιας» είπε ο Τάσος και, καθώς στην εφηβική μας παρέα οι ιδέες δεν έλειπαν ποτέ, ο Τάσος, εμπνευσμένος από την ονομαστική εορτή του, φώναξε δυνατά:
- Να κάνει ο παπα-Κυριάκος τη δεύτερη Ανάσταση στον Αϊ-Λια. Να σταθούμε εκεί, μέσα του, να δούμε μέσα από τα παράθυρα και τις πύλες ελεύθερα και ανεμπόδιστα τον ουρανό και τη θάλασσα, μαζί με τους αναστάσιμους ύμνους, εκεί, στον άμορφο χώρο όπου ο χρόνος και η φύση έβαλαν τη δική τους σφραγίδα.
Ακούγοντας την ιδέα της μικρής παρέας ο παπα-Κυριάκος δεν φάνηκε έτοιμος να συμφωνήσει.
- Μου ζητάτε να κάνω αναστάσιμη Ακολουθία σε ερειπωμένο ναό;
- Γιατί όχι; απάντησε η νεανική παρέα με μια φωνή.
Μια Ανάσταση. Στην κορυφογραμμή, μέσα στη φύση, πάνω στο βουνό, δίπλα στο θυμάρι, στα ανθισμένα σπάρτα και τα ανθισμένα σπαρλάθια. Ας ξεχάσουμε το ερειπωμένο κτίσμα και ας αισθανθούμε αόρατο προσωρινά τον ερειπωμένο ναό την αναστάσιμη ημέρα. Η σκέψη διαπερνούσε τη συντροφιά.
Ακουγε με προσοχή ο παπα-Κυριάκος και το μειδίαμά του ήταν η κρυφή και άρρητη συμφωνία του. Εξάλλου ο ίδιος, προτού λάβει το σχήμα και προτού πάρει την ευλογία του, είχε πολλές φορές οργώσει με το ψαρί άλογό του τις γύρω πλαγιές και είχε περπατήσει στα δύσβατα μέρη. Ηθελε φανερά να ξαναβρεθεί εκεί. Οχι σαν αδιάφορος περαστικός αλλά σαν λειτουργός και ψάλτης. Και το φως στο πρόσωπό του δεν ήταν άλλο από τη χαρά που τον πλημμύρισε καθώς φαντάστηκε αυτή την άρρητη δεύτερη Ανάσταση στον ερειπωμένο ναό. Σαν να βρέθηκε εκεί. Στο ύψος της κορυφογραμμής, στην αγκαλιά των ερειπωμένων τοίχων, με τον ναό ασκεπή και την ιερή πύλη να αποτελεί την ορθάνοιχτη είσοδο και έξοδο προς τα πελάγη που έφταναν από δύο δρόμους, Βορρά και Νότο, στο κέντρο του ερειπωμένου ναού. Εχοντας στήσει σαν σε κήπο την Αγία Τράπεζα, έχοντας ανάψει τις λαμπάδες, με τους πιστούς εκεί και γύρω να υψώνουν το Αγιο Φως ψέλνοντας μαζί του το «Χριστός Ανέστη».
Και από τη στιγμιαία μετουσίωση ο παπα-Κυριάκος ανέπτυξε στην εφηβική παρέα τα λογικά του επιχειρήματα μαζί με την άρνησή του για μια δεύτερη Ανάσταση στον Προφήτη Ηλία.
Οταν σηκώναμε το βλέμμα μας από το εγκλωβισμένο και περίκλειστο στην πλαγιά χωριό μας βλέπαμε πρώτα τον ερειπωμένο Αϊ-Λια και χωρίς λόγο, χωρίς αιτία, φανταζόμασταν την Ανάστασή του.
Τώρα, χρόνια πολλά μετά, η φροντίδα των ντόπιων έβγαλε τον Αϊ-Λια από την ερειπωμένη του όψη. Σήμερα, όμορφο μικρό εκκλησάκι ορίζει πάντα την κορυφογραμμή, έχοντας γνωρίσει πια την «Ανάστασή του».
Μέρος της ζωής μας, ο Προφήτης Ηλίας όριζε δύο κόσμους: τον Βορρά και τον Νότο. Σύνορο και ορίζοντας μαζί, μας κέρδιζε τη φαντασία κάθε που περνούσαμε δίπλα του χωρίς ποτέ, παρά μόνο νοερά, να προσκυνάμε το αόρατο ιερό του.
Εκείνο το Πάσχα, καθώς τον βλέπαμε από τη μικρή πλατεία του χωριού, ο Αϊ-Λιας ήρθε στην κουβέντα μας.
«Μια Ανάσταση θέλει και ο Αϊ-Λιας» είπε ο Τάσος και, καθώς στην εφηβική μας παρέα οι ιδέες δεν έλειπαν ποτέ, ο Τάσος, εμπνευσμένος από την ονομαστική εορτή του, φώναξε δυνατά:
- Να κάνει ο παπα-Κυριάκος τη δεύτερη Ανάσταση στον Αϊ-Λια. Να σταθούμε εκεί, μέσα του, να δούμε μέσα από τα παράθυρα και τις πύλες ελεύθερα και ανεμπόδιστα τον ουρανό και τη θάλασσα, μαζί με τους αναστάσιμους ύμνους, εκεί, στον άμορφο χώρο όπου ο χρόνος και η φύση έβαλαν τη δική τους σφραγίδα.
Ακούγοντας την ιδέα της μικρής παρέας ο παπα-Κυριάκος δεν φάνηκε έτοιμος να συμφωνήσει.
- Μου ζητάτε να κάνω αναστάσιμη Ακολουθία σε ερειπωμένο ναό;
- Γιατί όχι; απάντησε η νεανική παρέα με μια φωνή.
Μια Ανάσταση. Στην κορυφογραμμή, μέσα στη φύση, πάνω στο βουνό, δίπλα στο θυμάρι, στα ανθισμένα σπάρτα και τα ανθισμένα σπαρλάθια. Ας ξεχάσουμε το ερειπωμένο κτίσμα και ας αισθανθούμε αόρατο προσωρινά τον ερειπωμένο ναό την αναστάσιμη ημέρα. Η σκέψη διαπερνούσε τη συντροφιά.
Ακουγε με προσοχή ο παπα-Κυριάκος και το μειδίαμά του ήταν η κρυφή και άρρητη συμφωνία του. Εξάλλου ο ίδιος, προτού λάβει το σχήμα και προτού πάρει την ευλογία του, είχε πολλές φορές οργώσει με το ψαρί άλογό του τις γύρω πλαγιές και είχε περπατήσει στα δύσβατα μέρη. Ηθελε φανερά να ξαναβρεθεί εκεί. Οχι σαν αδιάφορος περαστικός αλλά σαν λειτουργός και ψάλτης. Και το φως στο πρόσωπό του δεν ήταν άλλο από τη χαρά που τον πλημμύρισε καθώς φαντάστηκε αυτή την άρρητη δεύτερη Ανάσταση στον ερειπωμένο ναό. Σαν να βρέθηκε εκεί. Στο ύψος της κορυφογραμμής, στην αγκαλιά των ερειπωμένων τοίχων, με τον ναό ασκεπή και την ιερή πύλη να αποτελεί την ορθάνοιχτη είσοδο και έξοδο προς τα πελάγη που έφταναν από δύο δρόμους, Βορρά και Νότο, στο κέντρο του ερειπωμένου ναού. Εχοντας στήσει σαν σε κήπο την Αγία Τράπεζα, έχοντας ανάψει τις λαμπάδες, με τους πιστούς εκεί και γύρω να υψώνουν το Αγιο Φως ψέλνοντας μαζί του το «Χριστός Ανέστη».
Και από τη στιγμιαία μετουσίωση ο παπα-Κυριάκος ανέπτυξε στην εφηβική παρέα τα λογικά του επιχειρήματα μαζί με την άρνησή του για μια δεύτερη Ανάσταση στον Προφήτη Ηλία.
Οταν σηκώναμε το βλέμμα μας από το εγκλωβισμένο και περίκλειστο στην πλαγιά χωριό μας βλέπαμε πρώτα τον ερειπωμένο Αϊ-Λια και χωρίς λόγο, χωρίς αιτία, φανταζόμασταν την Ανάστασή του.
Τώρα, χρόνια πολλά μετά, η φροντίδα των ντόπιων έβγαλε τον Αϊ-Λια από την ερειπωμένη του όψη. Σήμερα, όμορφο μικρό εκκλησάκι ορίζει πάντα την κορυφογραμμή, έχοντας γνωρίσει πια την «Ανάστασή του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου